- εντεροειδής
- -ές (Α ἐντεροειδής, -ές)όμοιος με έντερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντεροειδής — like intestines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεροειδῆ — ἐντεροειδής like intestines neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντεροειδής like intestines masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντεροειδής like intestines masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek